- στέρεμα
- τοδιακοπή ροής, αποξήρανση: Το στέρεμα της πηγής αυτής δημιούργησε πολλά προβλήματα στο χωριό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στέρεμα — και στείρεμα, το, Ν [στερεύω] (σχετικά με πηγή ή ποταμό ή λίμνη) διακοπή ροής, σταμάτημα ροής … Dictionary of Greek
στέρεψη — (I) η, Ν [στερεύω] στέρεμα. (II) η, Ν [στερώ] στέρηση … Dictionary of Greek
στείρευμα — το, Ν βλ. στέρεμα … Dictionary of Greek
στείρευση — η, Ν [στεφεύω] παύση ροής, στέρεμα … Dictionary of Greek
στερέμνιος — ία, ον, ΜΑ, θηλ. και στερέμνιος Α στερεός, σκληρός («στερεμνιωτέρα τροφή», Κλήμ. Αλ.) μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ στερεμνία στερεότητα, σταθερότητα αρχ. 1. σταθερός 2. μτφ. ισχυρός, δυνατός 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ στερέμνια α) οι στερεές… … Dictionary of Greek
στερεμός — ο, Ν [στερεύω] 1. στέρεμα 2. στέρηση 3. αποστέρηση προσώπου, χωρισμός («δεν νταγιαντώ, δεν νταγιαντώ τον εδικό σου στερεμό», δημ. τραγούδι) … Dictionary of Greek
στείρευμα — στείρευμα, το και στέρεμα, το αποξήρανση πηγής, σταμάτημα ροής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)